121
κ' νουπ' : κουνούπι
καβαλίνα : ακαθαρσίες από μεγάλα ζώα
καδί : μεγάλο ξύλινο βαρέλι
καδ' : στέρνα, δεξαμενή
καζάντσα : κουράστηκα, χόρτασα
καΐσια : βερίκοκα
κακάλιασα : πάγωσα, κρύωσα πολύ
κακαρέτζες : κατσικίσια κακάκια
κακάρωσε : πέθανε
καλαμοβράκι : τα εσώρουχα
καλίγαρος : αράχνη
καλιγαροπάνια : ιστός αράχνης
καλιάκα : κοράκι
καλκάν' : βρωμιά εσώρουχου
καλοβάρεσε : χτύπησε άσχημα
καλογιάννος : το πουλί κοκκινολαίμης
καλόγνωμες : είδος μυδιού
καλπουζάνος : παραπονιάρης
καμάδα μ' : λαχτάρα μου 20
καμουσίδια : καμώματα, σκέρτσα
καμπανίσματα : χτυπήματα στην πλάτη
κάμποσνοι : αρκετοί
καμώνεται : υποκρίνεται
κάνιασε : βράχνιασε
καντήλα : μεγάλο ποτήρι, σουτ ψιλοκρεμαστό
καντίποτα : τίποτα, μηδέν
κάπαρο : βράχος στη θάλασσα
καπίστρ' : χαλινάρι
καράπι : κορυφή του κεφαλιού
καρδάρ΄ : μεταλλικός κουβάς
καρίκια : τα αυλάκια στα φυτώρια
καρίτζαφλος : το κεφάλι
καρκάλιασε : μαύρισε πολύ, κάηκε από τον ήλιο
καρκατσόλ' : κατσαρολάκι
καρκατσόλια : κατσαρολικά
κάρτα : κανάτα
κάρτα : κύπελο
καρσί : απέναντι ακριβώς
καρτούδ΄ : κυπελάκι 40
κασκαρίκα : λαχτάρα
κατατσίκαρα : κατακέφαλα
κατιά : κοτέτσι
κατερίτσα : σκίουρος
κάτσακας : υπέδαφος με μαύρο χρώμα και οσμή
κατσιό : καθισμένος
κατσιασμένος : πατημένος
κατσ'κ'ποδιά : ατυχία
κατσούλα : μέρος του ποδιού πίσω από το γόνατο
κατσφός : άνθρωπος με μισόκλειστα μάτια
καψάλια : μερικώς καμένα από τη φωτιά
κβανώ : κουβαλάω
κδούν' : κουδούνι
κένω : γέμισε
κιουτεύου : φοβάμαι, κάνω πίσω
κλαδούρα : μεγάλο κλαδί
κλαμάριασα : δεν έχω κουράγιο, κουντούριασα
κλαπατσίμπαλα : πολλά μικροπράγματα μαζεμένα
κλικ΄ : ψωμί
κλικάρ' : αδύνατο 60
κλίκας : ψηλός
κλίκια : στροφές
κλιματσίδα : κλαδί από κλίμα αμπελιού
κλιτσνάρ' : αδύνατο χέρι ή πόδι
κλοθογυρίζω : γυρίζω άσκοπα
κλουκτάω : ανακατεύω
κλωθογύρες : στροφές
κμασ΄ : κοτέτσι, χώρος για ζώα
κνάκωσε : σφήνωσε
κ'ντάω : σκουντάω
κολομπαρόπιτα : κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλο
κολόμπαρος : γυμνός
κομπίνα : αλονιστική μηχανή
κόντυλα : έθιμο την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς
κοπάν'σα : χτύπησα
κορδάρω : κυνηγάω
κοτζιάμ΄ : μεγάλο
κουζβόσ΄ : χαζός, ανόητος
κουκλομάτης : γουρλομάτης
κουκλώθ΄κα : σκεπάστηκα 80
κούκνε μούκνε : αργά-αργά
κουματάς : τεμπέλης
κουμλώνω : παραγεμίζω
κουμπούδι : μικρό κουμπί
κουντλάω : παραπατάω
κουντούριασε : δεν έχει δυνάμεις
κουραδάς : φοβιτιάρης, τεμπέλης
κουρδάρω : κυνηγάω
κουρδουκλάω : κυλάω
κουρδουκοίλια : κομμένοι στρόγγυλοι κορμοί
κούρμαχος : τεμπέλης
κουρνιαχτός : πρωινός
κουπάνα : λεκάνη
κούρβλο : κορμός αμπελιού
κουρδουκλάω : κυλάω
κούρκος : αρσενική γαλοπούλα
κουρκούτ' : θολό, ανάμεικτα φαγητά
κουρσούμ' : ευθεία, ανόητος
κουρτελούδ' : γουρουνάκι
κουρτσούδ΄ : κοριτσάκι 100
κουσβός : ανόητος
κουσβουντάμπου : πολύ ανόητη
κουσβοχείναρο : ανόητη
κουτούμανος : ο χοντρός, ο βαρύς
κούτσ'κο : μικρό
κουτσ'κέλες : ζικ - ζακ, απότομες στροφές
κουτσομπόλα : σαύρα που βγαίνει το βράδυ κοντά στο φως
κοφίνι : πλεκτό καλάθι
κοφνίδα : κυψέλη μελισσών
κόχιασε : στριμώχτηκε σε μια γωνία, πλησίασε 110
κρατούνα : νεροκολοκύθα, είδος κολοκυθιού
κρεμανταλάς : παλικαράς
κρένω : μιλάω
κρεπάρισα : έσκασα
κρ'τσανιστός : τραγανός
κρούου : χτυπάω,
κτούπωμα : προσβολή, ερωτική πράξη
κτσούπ : υπόλειμμα ξύλου σε δέντρο
κυλαρίνα : το πουλί τσίχλα
κυρομίτς : αρσενικό κοτσύφι 120
κ'φόγρουνου : αυτός που δεν ακούει καλά