87
τάβλα : χαμηλό τραπέζι
ταβλιάσκι : λιποθύμησε
ταγάρ' : πλεχτό μάλλινο σακίδιο
ταμαχιάρ'ς : πλεονέκτης
ταμπάσα : έπεσε λιπόθυμος κάτω
ταγάρ' : πλεχτό μάλλινο σακίδιο
ταμαχιάρ'ς : πλεονέκτης
ταμπάσα : έπεσε λιπόθυμος κάτω
τανιέμαι : τεντώνομαι
ταντίνα : τεντωμένο
ταπείνωτο : χαμήλωσέ το
ταχιά : σύντομα
ταχιά : σύντομα
τζαβέλα : χλώριο
τζάλιασε : έλιωσε 10
τζ'γαράς : σπουργίτι
τζατζαλιά : βρομιά
τζ'γαράς : σπουργίτι
τζατζαλιά : βρομιά
τζατζαλιάρης : βρομιάρης, τσαπατσούλης
τζετζβές : μπρίκι
τζιτζιριάζει : έχει πολύ ήλιο
τζετζβές : μπρίκι
τζιτζιριάζει : έχει πολύ ήλιο
τζίλια : εντόσθια
τζίρλα : διάρροια, γαστρεντερίτιδα
τζιρλιάρ'ς : ο μικρός
τσμπιδ' : τσιμπίδα
τσμπιδ' : τσιμπίδα
τζουτζούκια : λουκανικάκια 20
τλουπάν' : μαντήλα, ιστός αράχνης
τλουπάν' : μαντήλα, ιστός αράχνης
τομάρ' : ρεμάλι, αλήτης
τοντζ : παιχνίδι με χαρτιά, αγωνία
τουλούμπα : αντλία νερού
τοντζ : παιχνίδι με χαρτιά, αγωνία
τουλούμπα : αντλία νερού
τούρλοσε : τέντωσε
τράφος : το κενό σε μια σειρά αμπελιού
τρεδεμένο : δουλεμένο
τρεδεμένο : δουλεμένο
τρελίτζανος : είδος χοντρής σφήκας
τριζοβολάει : τρίζει πολύ δυνατά
τριζός : σκληρός 30τρίματα : κομματάκια
τριμτσιακός : τρεμουλιαστός, φοβιτσιάρης
τριστσάρσι : γλίστρησε
τρουβαδιάσκα : πήρα μαζί μου φαγητό
τρουβαδόσκ'νο : σκοινί που κρεμούσαν το φαγητό
τρόερα : τριγύρω
τρόκνια : κούνια, μάρσιπος
τρόχαλο : πέτρα
τρουβαδιάσκα : πήρα μαζί μου φαγητό
τρουβαδόσκ'νο : σκοινί που κρεμούσαν το φαγητό
τρόερα : τριγύρω
τρόκνια : κούνια, μάρσιπος
τρόχαλο : πέτρα
τσαγανό : τσαμπουκάς, νεύρο
τσαγνερό : κλαψιάρικο 40
τσαγνίζει : κλαίει
τσαΐρια : κάμπος
τσακανίζω : χτυπάω σιγά-σιγά
τσακμάκι : αναπτήρας
τσακμακόν' : την κοπανάει
τσαΐρια : κάμπος
τσακανίζω : χτυπάω σιγά-σιγά
τσακμάκι : αναπτήρας
τσακμακόν' : την κοπανάει
τσακμάκωτο : εξαφανίσου
τσάκνα : ξερά κλαδάκια για προσάναμμα
τσακούδ' : σουγιαδάκι
τσάκνα : ξερά κλαδάκια για προσάναμμα
τσακούδ' : σουγιαδάκι
τσακσμένος : εμπαιγμός, πονηρός
τσακώνω : πιάνω 50
τσάμι : πεύκο
τσάμι : πεύκο
τσαμπνάρ' : προέκταση
τσανάκα : κατσαρόλα
τσανάκα : κατσαρόλα
τσαπάδι : μύτη καμακιού
τσαπράζι : η κόντρα της μύτης του καμακιού ή αγκιστριού
τσαράπ' : πήλινο δοχείο
τσαρδάκι : καλυβάκι
τσασίτ' : κορμοστασιά
τσασίτ' : κορμοστασιά
τσάσκα : φλυτζάνα
τσατί : σκεπή, νταβάνι 60
τσάφωμα : κρύο
τσγαράς : σπουργίτι
τσερέμπολα : μικροπράγματα
τσιαγνίζω : τσιρίζω
τσιασίτ' : ράτσα, σχέδιο
τσιάσκα : ποτήρι
τσιατμάς : καλαμωτό διαχωριστικό δωματίων
τσιες : σπίθεςτσιμπράγκαλα : μικροπράγματα
τσίνορα : βλέφαρα 70
τσιαγνίζω : τσιρίζω
τσιασίτ' : ράτσα, σχέδιο
τσιάσκα : ποτήρι
τσιατμάς : καλαμωτό διαχωριστικό δωματίων
τσιες : σπίθεςτσιμπράγκαλα : μικροπράγματα
τσίνορα : βλέφαρα 70
τσίρνιασε : μούδιασε
τσιροκοπάει : φωνάζει πολύ δυνατά
τσίτα : τεντωμένο
τσιτσβές : κατσαρολάκι
τσκάρι : κορυφή
τσνάου : κλωτσάω, αντιδρώ
τσουγκαρίζω : πίνω πολύ αλκοόλ
τσνάου : κλωτσάω, αντιδρώ
τσουγκαρίζω : πίνω πολύ αλκοόλ
τσουλιάσκα : στρώθηκα, βολεύτηκα
τσουλναρίζ' : διαρροή νερού, στάζει
τσουτσούλα : παραγεμισμένο 80
τσουτσουλιάνος : πουλί με λοφίο, κορυδαλλός
τσουλναρίζ' : διαρροή νερού, στάζει
τσουτσούλα : παραγεμισμένο 80
τσουτσουλιάνος : πουλί με λοφίο, κορυδαλλός
τσουτσουμπρούτσουμ : ότι να 'ναι
τσουτσούριασε : ανατρίχιασε
τσουτσουρομάδησε : καψάλισε
τ'φάν' : μπουρίνι
τ'φεκ' : τουφέκι, μεθυσμένος
τ'φάν' : μπουρίνι
τ'φεκ' : τουφέκι, μεθυσμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου