88
σακατεύ'κε : χτύπησε, πληγώθηκε
σαλάγατα : οδηγώ τα ζώα
σαλιακοί : σαλιγκάρια
σαλντάει : πηδάει
σαλντάει : πηδάει
σαλταπίδας : αυτός που αλλάζει θέση συνεχώς
σάλτσι : πήδηξε
σαούλι : είδος αλφαδιού
σάμαντι : μήπως
σαπαρέκ' : τέλος
σάμαντι : μήπως
σαπαρέκ' : τέλος
σάρκωσε : πάχυνε 10
σάτσιε : τρόμαξε
σβαρνιάρης : αυτός που βαριέται
σβέρκωσα : τον έπιασα από το σβέρκο
σβέρκωσα : τον έπιασα από το σβέρκο
σβλόκνια : τραμπάλα που το πάνω μέρος γυρίζει ανεξάρτητο πάνω-κάτω, αριστερά - δεξιά
σβοκαίει : σιγοκαίει
σβούλος : πέτρα από χώμα
σβούλος : πέτρα από χώμα
σβουρδούτλιξτο : τυλιξέ το πολύ καλά
σγάνα : βρομιά
σγούψι : σκύψε
σελτέδες : στρώματα 20
σεριανάει : περιφέρεται άσκοπα
σέρνει : ζώο θηλυκό έτοιμο για ζευγάρωμα
σιαδώ : προς τα εδώ
σιακάτ' : προς τα κάτω
σιακεί :προς τα 'κει
σιαπάν' : προς τα επάνω
σιαπέρα : προς τα εκεί
σιαδώ : προς τα εδώ
σιακάτ' : προς τα κάτω
σιακεί :προς τα 'κει
σιαπάν' : προς τα επάνω
σιαπέρα : προς τα εκεί
σιείς : κουνήσου
σίλτσα : βαρέθηκα
σινί : ταψί 30
σινφάδα : οι γυναίκες των αδερφών
σιούτος :κουτοπόνηρος
σιρμπέτ : πάρα πολύ γλυκό
σιρμπέτ : πάρα πολύ γλυκό
σιφιλιάζομαι : εκνευρίζομαι
σκαλίμπουρας : μικρός, πονηρός
σκαμπάζω : γνωρίζω
σκανιάζω :στενοχωριέμαι
σκιαξάρ'ς : σιχαμένος
σκιάθα : ψάθινο καπέλο
σκιάχ'κι : τρόμαξε 40
σκιαξάρ'ς : σιχαμένος
σκιάθα : ψάθινο καπέλο
σκιάχ'κι : τρόμαξε 40
σκ'λομαζώματα : ρεμάλια, αλήτες
σκ'λόπετρα : σκορπιός
σκ'νιζ' : σέρνεται στο χώμα
σκ'νιζ' : σέρνεται στο χώμα
σκορτσάρισε : τεντώνει, σέρνει
σκουντέρα : σαύρα
σκουντιρίτσα : πετρούλα για κρύψιμο στο χέρι
σκουντέρα : σαύρα
σκουντιρίτσα : πετρούλα για κρύψιμο στο χέρι
σκράπας : ανίδεος
σκρέμπα : τσιγάρο από κλιματσίδα
σκρέμπα : τσιγάρο από κλιματσίδα
σκρόπισε : διαλύθηκε
σ'κφούν' : κάλτσα 50
σλουιέμι : σκέφτομαι, κάθομαι άπραγος
σλουιέμι : σκέφτομαι, κάθομαι άπραγος
σμάστε : συμμαζέψτε
σ'μαλίζ' : κάνει θόρυβο
σ'μαμίδ' : σαύρα
σ'μαλίζ' : κάνει θόρυβο
σ'μαμίδ' : σαύρα
σνερίζω : δίνω σημασία
σνταβλίζω : βολεύω τη φωτιά
σνταβλίζω : βολεύω τη φωτιά
σόκορα : κατακέφαλα
σόμπορο : κουτσομπολιό
σόμπορο : κουτσομπολιό
σουγλί : καρφί
σουγλώνω : τρυπάω με καρφί 60
σούζα μερέτ : στέκομαι προσοχή
σούκαλα : πρόσωπο
σουγλώνω : τρυπάω με καρφί 60
σούζα μερέτ : στέκομαι προσοχή
σούκαλα : πρόσωπο
σουλουμουτάω : κρεβατομουρμούρα
σούργελο : ρεζίλι
σουρλάς : μύτη
σουσουρίτης : τοπικό μανιτάρι
σούργελο : ρεζίλι
σουρλάς : μύτη
σουσουρίτης : τοπικό μανιτάρι
σούσουρο : φήμες
σουρτούκα : αυτή που γυρίζει βόλτες
σοφιλιάστηκε : νευρίασε
σπίρτο : καθαρό οινόπνευμα 70
σταλαχίζομαι : στενοχωριέμαι, τρομάζω
σταλαχίζομαι : στενοχωριέμαι, τρομάζω
σταυρίζομαι : κάνω το σταυρό μου
σταφνίζομαι : στενοχωριέμαι
στερνιάζει : μαζεμένα νερά
στιλιάρ' : ξυλοδαρμός, ξύλινη λαβή εργαλείου
στιχτός : βοσκός
στ'λώνω : προσπαθώ, ζορίζομαι
στ'μόνια :σάκος παραγωγής αέρα, πνευμόνια
στ'λώνω : προσπαθώ, ζορίζομαι
στ'μόνια :σάκος παραγωγής αέρα, πνευμόνια
στόμοσε : δεν κόβει, ατρόχιστο
στούμπισα : έλιωσα 80
στουρνάρ' : πέτρα, αυτός που παίρνει τα γράμματα
στραχιάζω : κουρνιάζω, κουλουριάζομαι
στριβλός : στραβός, δύστροπος
στριφνός : δύστροπος
στροβίλα : κουκουνάρα πεύκου
στροβίλα : κουκουνάρα πεύκου
στροβλιά : κουκουναριά, είδος πεύκου
σύρι : πήγαινε
σφάλ'σα : κλείδωσα
σύρι : πήγαινε
σφάλ'σα : κλείδωσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου