Αγιος Νικόλαος Χαλκιδικής

Αγιος Νικόλαος Χαλκιδικής
Περιμένουμε τις δικές σας αναρτήσεις, τα δικά σας σχόλια, τις δικές σας παρατηρήσεις στη διεύθυνση: agios.nikolaos.halkidikis@gmail.com

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Μ

95
μαγαρίζω              : χαλάω
μαγκουσάρ'ς        : κολπαδόρος
μαδίκο                  : μαδημένο
μαλαγάνας           : κολπατζής
μαλαπέρδα    :    αντρικό όργανο
μαλιμάτια    :    καμώματα
μαλλιαγρίζω        : επιμένω με άσχημο τρόπο
μάλτα                    : φτηνή ποιότητα τζιν υφάσματος
μανέλα                  : υπομόχλιο
μανταλίδι              : τούβλο
μασάλ'                  : ανέκδοτο
μασιά                    : σίδερο για το τζάκι
μασίνα                  : ξυλόσομπα
μασκαραλίκ'    :    αστείες καταστάσεις
ματζακλείδι           : πόμολο
ματζόβολος    :    βολικός
ματσακόνι             : χερούλι
ματσαράγκα    :    παλούκι, αντρικό όργανο
ματσώθ'κι    :    πληρώθηκε
μ΄γιαρ'    :    μυγιάρι    20
μεμπέτ                  : τρελοκομείο
μελουριασμένος     : γεμάτο ζωύφια, μαζεμένος
μιταρόνα    :    σουτ με τη μύτη του ποδιού
μίχος                    : ανόητος
μ'λάρ'                   : μουλάρι
μονάντερος    :    αυτός  που τρώει πολύ και δεν παχαίνει
μονοκούκι            : όλα δικά μας
μορφατάρι            : μικρό αντικείμενο, στολίδι
μουλαΐμ'σα           : κουράστηκα, φοβήθηκα
μουλαϊμκος   :   τεμπέλης, καλπουζάνος
μουλουμουτάω    :    παραμιλάω, σιγομιλάω
μούντερες             : κατακάθια του λαδιού
μουρσέφκα   :   πειρασμός
μούρτζιος              : θυμωμένος, κατσούφης
μουσκλωμένος      : θυμωμένος
μούσκλωσε    :    θύμωσε
μουσμούλ'ς          : ανόητος
μούτας    :    ο σιγανός, αυτός που μιλάει πίσω από την πλάτη του άλλου
μουτσούνα    :    το πρόσωπο
μουχάνα               : μηχανή που φυσάει δυνατά 40
μπαϊά                   : πάρα πολύ, υπερβολικά
μπαΐλτσα             : κουράστηκα
μπαΐρ                   : θάμνος, χώρος γεμάτος αγριόχορτα
μπακαμίσιος    :    ψεύτικος
μπακράτσ'            : κατσαρόλα
μπακράτσα           : κατσαρόλα μικρότερη από καζάνι
μπακρατσάς       : μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο ή αγύριστο κεφάλι
μπακρατσιάρς    : ειρωνικά ο μικρός σε ηλικία
μπάμπζουλας       : κοντός άνθρωπος
μπαμπάκο            :     άσπρο
μπαμπαλής          :     αυτός που μιλάει πολύ
μπάμπαλο            :     σκουπιδάκι
μπαμπάτσ'κο        :     μεγαλούτσικο
μπαμπλίζ'             :     χιονίζει
μπαμπούσκες       :     μούρα
μπαντάκ'    :    τρακαδόρος, κακοπληρωτής
μπαντάκουσα       : βουλιάζω στη λάσπη
μπαντάρ'σα   :   έγειρα
μπαντάρ'στο   :   δέστο σφιχτά
μπάρα    :    περιοχή με στεκούμενα νερά 60
μπαρτζώθ'κι         : σκάλωσε, πιάστηκε
μπαρμπαλούδ'     : μικρό ανθρωπάκι, παιχνίδι
μπαρμπατουράει    :    βράζει,
μπασιάρτσμα       :    επιτυχία που είχε
μπάστακας    :    ακίνητος 
μπατσεύω             : παίζω με τα νερά
μπάτσακας         : βάτραχος
μπερδολόος          : αυτός που μπερδεύει τις καταστάσεις
μπερικέτια           : μεράκια
μπιζέρ'σα              : βαρέθηκα
μπιμπίλ'                : γαλοπούλα
μπιτ για μπιτ       : καθόλου
μπίτσι                    : τελείωσε
μπιχλιμπίδια        : ψεύτικα στολίδια
μπλάξιμο    :    αποκλεισμός
μπλαγμένος    :    αποκλεισμένος
μπλανταμένος    :    ανόητος
μπλαστρώθ΄κα    : έπεσε κάτω
μπλούδα    :    μικρή μπίλια
μπλούκος              : ποντικός 80
μπορμπολόι          : μάζεμα της ελιάς από το κάτω μία-μία
μπομπούτσει         : χτυπάει
μπουζ'                    : παγωμένο
μπουζουριασμένος    :    κλεισμένος σε μικρό χώρο, φυλακισμένος
μπούκλα               : ξύλινο παγούρι, θερμός εποχής
μπουμπτάει           : ήχος από αστραπές
μπουνταλάς          : χαζός
μπουντέλι              :  ξύλα με μήκος περίπου 1-1,5 μετρα
μπουντρούμ'         : υπόγειο
μπουρδουκλώνω    :    μπερδεύω
μπουτσούκας        : ανόητος
μπούχτ'σα             : βαρέθηκα
μπρουμούτσα    :    έπεσα μπρούμυτα
μ'σούδα                 : μικρή κανάτα
μ'σούδα                : πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
μ'ταρ    :    Μυτάρι (τοποθεσία) 95

Δεν υπάρχουν σχόλια: