95
μαγαρίζω : χαλάω
μαγκουσάρ'ς : κολπαδόρος
μαδίκο : μαδημένο
μαλαγάνας : κολπατζής
μαγκουσάρ'ς : κολπαδόρος
μαδίκο : μαδημένο
μαλαγάνας : κολπατζής
μαλαπέρδα : αντρικό όργανο
μαλιμάτια : καμώματα
μαλλιαγρίζω : επιμένω με άσχημο τρόπο
μάλτα : φτηνή ποιότητα τζιν υφάσματος
μανέλα : υπομόχλιο
μανταλίδι : τούβλο
μασάλ' : ανέκδοτο
μασιά : σίδερο για το τζάκι
μασίνα : ξυλόσομπα
μάλτα : φτηνή ποιότητα τζιν υφάσματος
μανέλα : υπομόχλιο
μανταλίδι : τούβλο
μασάλ' : ανέκδοτο
μασιά : σίδερο για το τζάκι
μασίνα : ξυλόσομπα
μασκαραλίκ' : αστείες καταστάσεις
ματζακλείδι : πόμολο
ματζακλείδι : πόμολο
ματζόβολος : βολικός
ματσακόνι : χερούλι
ματσακόνι : χερούλι
ματσαράγκα : παλούκι, αντρικό όργανο
ματσώθ'κι : πληρώθηκε
μ΄γιαρ' : μυγιάρι 20
μεμπέτ : τρελοκομείο
μελουριασμένος : γεμάτο ζωύφια, μαζεμένος
μεμπέτ : τρελοκομείο
μελουριασμένος : γεμάτο ζωύφια, μαζεμένος
μιταρόνα : σουτ με τη μύτη του ποδιού
μίχος : ανόητος
μ'λάρ' : μουλάρι
μ'λάρ' : μουλάρι
μονάντερος : αυτός που τρώει πολύ και δεν παχαίνει
μονοκούκι : όλα δικά μας
μορφατάρι : μικρό αντικείμενο, στολίδι
μουλαΐμ'σα : κουράστηκα, φοβήθηκα
μορφατάρι : μικρό αντικείμενο, στολίδι
μουλαΐμ'σα : κουράστηκα, φοβήθηκα
μουλαϊμκος : τεμπέλης, καλπουζάνος
μουλουμουτάω : παραμιλάω, σιγομιλάω
μούντερες : κατακάθια του λαδιού
μούντερες : κατακάθια του λαδιού
μουρσέφκα : πειρασμός
μούρτζιος : θυμωμένος, κατσούφης
μουσκλωμένος : θυμωμένος
μούρτζιος : θυμωμένος, κατσούφης
μουσκλωμένος : θυμωμένος
μούσκλωσε : θύμωσε
μουσμούλ'ς : ανόητος
μουσμούλ'ς : ανόητος
μούτας : ο σιγανός, αυτός που μιλάει πίσω από την πλάτη του άλλου
μουτσούνα : το πρόσωπο
μουχάνα : μηχανή που φυσάει δυνατά 40
μπαϊά : πάρα πολύ, υπερβολικά
μπαΐλτσα : κουράστηκα
μπαΐρ : θάμνος, χώρος γεμάτος αγριόχορτα
μουχάνα : μηχανή που φυσάει δυνατά 40
μπαϊά : πάρα πολύ, υπερβολικά
μπαΐλτσα : κουράστηκα
μπαΐρ : θάμνος, χώρος γεμάτος αγριόχορτα
μπακαμίσιος : ψεύτικος
μπακράτσ' : κατσαρόλα
μπακράτσα : κατσαρόλα μικρότερη από καζάνι
μπακρατσάς : μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο ή αγύριστο κεφάλι
μπακράτσ' : κατσαρόλα
μπακράτσα : κατσαρόλα μικρότερη από καζάνι
μπακρατσάς : μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο ή αγύριστο κεφάλι
μπακρατσιάρς : ειρωνικά ο μικρός σε ηλικία
μπάμπζουλας : κοντός άνθρωπος
μπαμπάκο : άσπρο
μπαμπαλής : αυτός που μιλάει πολύ
μπάμπζουλας : κοντός άνθρωπος
μπαμπάκο : άσπρο
μπαμπαλής : αυτός που μιλάει πολύ
μπάμπαλο : σκουπιδάκι
μπαμπάτσ'κο : μεγαλούτσικο
μπαμπλίζ' : χιονίζει
μπαμπούσκες : μούρα
μπαντάκ' : τρακαδόρος, κακοπληρωτής
μπαντάκουσα : βουλιάζω στη λάσπη
μπαμπάτσ'κο : μεγαλούτσικο
μπαμπλίζ' : χιονίζει
μπαμπούσκες : μούρα
μπαντάκ' : τρακαδόρος, κακοπληρωτής
μπαντάκουσα : βουλιάζω στη λάσπη
μπαντάρ'σα : έγειρα
μπαντάρ'στο : δέστο σφιχτά
μπάρα : περιοχή με στεκούμενα νερά 60
μπαρτζώθ'κι : σκάλωσε, πιάστηκε
μπαρτζώθ'κι : σκάλωσε, πιάστηκε
μπαρμπαλούδ' : μικρό ανθρωπάκι, παιχνίδι
μπαρμπατουράει : βράζει,
μπαρμπατουράει : βράζει,
μπασιάρτσμα : επιτυχία που είχε
μπάστακας : ακίνητος
μπατσεύω : παίζω με τα νερά
μπάτσακας : βάτραχος
μπερδολόος : αυτός που μπερδεύει τις καταστάσεις
μπερικέτια : μεράκια
μπιζέρ'σα : βαρέθηκα
μπιμπίλ' : γαλοπούλα
μπιτ για μπιτ : καθόλου
μπίτσι : τελείωσε
μπιχλιμπίδια : ψεύτικα στολίδια
μπατσεύω : παίζω με τα νερά
μπάτσακας : βάτραχος
μπερδολόος : αυτός που μπερδεύει τις καταστάσεις
μπερικέτια : μεράκια
μπιζέρ'σα : βαρέθηκα
μπιμπίλ' : γαλοπούλα
μπιτ για μπιτ : καθόλου
μπίτσι : τελείωσε
μπιχλιμπίδια : ψεύτικα στολίδια
μπλάξιμο : αποκλεισμός
μπλαγμένος : αποκλεισμένος
μπλανταμένος : ανόητος
μπλαστρώθ΄κα : έπεσε κάτω
μπλαστρώθ΄κα : έπεσε κάτω
μπλούδα : μικρή μπίλια
μπλούκος : ποντικός 80
μπορμπολόι : μάζεμα της ελιάς από το κάτω μία-μία
μπομπούτσει : χτυπάει
μπουζ' : παγωμένο
μπλούκος : ποντικός 80
μπορμπολόι : μάζεμα της ελιάς από το κάτω μία-μία
μπομπούτσει : χτυπάει
μπουζ' : παγωμένο
μπουζουριασμένος : κλεισμένος σε μικρό χώρο, φυλακισμένος
μπούκλα : ξύλινο παγούρι, θερμός εποχής
μπουμπτάει : ήχος από αστραπές
μπουνταλάς : χαζός
μπούκλα : ξύλινο παγούρι, θερμός εποχής
μπουμπτάει : ήχος από αστραπές
μπουνταλάς : χαζός
μπουντέλι : ξύλα με μήκος περίπου 1-1,5 μετρα
μπουντρούμ' : υπόγειο
μπουντρούμ' : υπόγειο
μπουρδουκλώνω : μπερδεύω
μπουτσούκας : ανόητος
μπούχτ'σα : βαρέθηκα
μπούχτ'σα : βαρέθηκα
μπρουμούτσα : έπεσα μπρούμυτα
μ'σούδα : μικρή κανάτα
μ'σούδα : πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
μ'σούδα : μικρή κανάτα
μ'σούδα : πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
μ'ταρ : Μυτάρι (τοποθεσία) 95
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου