67
γαβάνι : ερωτική αυτοϊκανοποίηση
γαδούρ' : γαϊδούρι, παλιοχαρακτήρας
γαδρουκλίστρα : κλειστός χώρος
γ'δι : γουδί
γδουπάτσι : μικρό κεφάλι
γαδράγκαθο : γαϊδουράγκαθο, φυτό
γαζώνω : ράβω με ραπτομηχανή
γανιάζω : κουράζομαι
γανάδα : ταλαιπωρία
γάτσιασα : δίψασα
γελαδάρ'ς : πρόστυχος
γέφκα : γεύομαι
γιαλεύω - γιάλεμα : βγάζω θαλασσινά
γιαλίζομαι : κοιτάζομαι στον καθρέφτη
γιαλούσα : παραλία
γιδ' : γίδα
γιουρντάω : ορμάω
γιουρντέλι : βραχιόλι
γιούφτ' : γύφτοι
γιουφτοφάσλα : φασόλια μαυρομάτικα 20
γκαβός : τυφλός
γκαβώθ'κα : τυφλώθηκα
γκαβόγρουνο : πονηρό ζώο
γκαβόσκλο : άτιμο σκυλί
γκαβομπαλίζει: στραβοβλέπω, βλέπω πονηρά
γκαβουγυν'κες : παλιογύναικες
γκαγκάφο : γεροντοκόρη, μόνη
γκαϊλές : στενοχώρια
γκαϊνάτσα : κουράστηκα
γκαλιουρίζω : βλέπω με δυσκολία
γκαργκλιά : γουλιά
γκαρίζω : φωνάζω δυνατά
γκαρομαχάει : φωνάζει δυνατά, διαμαρτύρεται
γκαρούτος : μέρος του αποστακτήρα
γκαστριά : εγκυμοσύνη
γκελώνω : τσιμπάω
γκινούτσος : πλάνη - Ξυλουργικό εργαλείο
γκντώ : σκουντώ
γκντίνα : απότομο χτύπημα
γκογκαώ : βογκάω 40
γκόθ'κα : λαιμόχαψα, στραβοκατάπια
γκόνομαι : πνίγομαι στο φαγητό
γκοτζαμάν : τεράστιο
γκούγκδος : αντίβαρο ζυγαριάς
γκουμούτσα : η μούρη, το πρόσωπογκουρτζελούδια : γουρουνάκια
γκιουμ : σκεύος για το άρμεγμα
γκιουμ : σκεύος για το άρμεγμα
γκρέμ'σα : έριξα
γλιτζιάρ'ς : βρωμιάρης
γλύφακας : φαρδύ μέτωπο
γλωσσοκοπάνα : αυτός που μιλάει πολύ
γναντεύω : παρατηρώ, παρακολουθώ
γνέθω : πλέκω
Γόσα : Μαρία
γούβα : λακούβα
γούβσει : δημιουργία λακούβας, λιγόστεψε
γούπατο : λακούβα - βύθωμα
γουρνίζομαι : κυλιέμαι στο χώμα
γράδα : τουρκική μονάδα μέτρησης αλκοόλ
γραδάρ'σα : μέθυσα 60
γραπατσώνω : γρατσουνάω
γρεκάει : βλέπει
γρουν΄ : γουρούνι
γρουνοπάτσι : χοντροκέφαλος
γυμνοπούλα : νύφη χωρίς προίκα
γυροβολιά : στροφή
γυροφέρνει : γυρίζει γύρω-γύρω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου