Α
57
αβντάλης : τσαπατσούλης
αγαθύμσα : επιθύμησα
α'γκαίος : τουαλέτα
αγκουρνιτζιά : άγρια αχλαδιά
α'γκαίος : τουαλέτα
αγκουρνιτζιά : άγρια αχλαδιά
αγλήγουρα : πολύ γρήγορα
αδειάζου : προλαβαίνω
αδερφομίρι : οικογενειακά κτήματα
ακμάκα : αργοκίνητο αυτοκίνητο
αδερφομίρι : οικογενειακά κτήματα
ακμάκα : αργοκίνητο αυτοκίνητο
ακνός : τεμπέλης, ανίκανος
αλαφροκάνταρο : άμυαλος, επιδειξίας
αλαφρομπούκωτο : light, διαίτης
αλ'μπίζουμι : λαχταράω κάτι
αλαφροκάνταρο : άμυαλος, επιδειξίας
αλαφρομπούκωτο : light, διαίτης
αλ'μπίζουμι : λαχταράω κάτι
αμάκα : τζάμπα
αμπουλιάνα : αλάνα
ανάκαρα : κουράγιο, δυνάμεις
ανακούκουρδα : καθιστός σταυροπόδι
ανάμ' : λαχτάρα
αναμούρα : έξαψη
αμπουλιάνα : αλάνα
ανάκαρα : κουράγιο, δυνάμεις
ανακούκουρδα : καθιστός σταυροπόδι
ανάμ' : λαχτάρα
αναμούρα : έξαψη
ανέφ'κα : ανέβηκα
αντίρα : ίχνος ζώου
αντραλίζεται : ζαλίζεται, κουνιέται
αξόλ΄τος : αδέσποτος
απλοΐθ'κα : μιλάω
απόκαμα : κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο
απόλι'κα : το άφησα ελεύθερο
απόμ'νε : ξέμεινε
απόπατος : τουαλέτα
αρβίθ' : ρεβίθι
αντίρα : ίχνος ζώου
αντραλίζεται : ζαλίζεται, κουνιέται
αξόλ΄τος : αδέσποτος
απλοΐθ'κα : μιλάω
απόκαμα : κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο
απόλι'κα : το άφησα ελεύθερο
απόμ'νε : ξέμεινε
απόπατος : τουαλέτα
αρβίθ' : ρεβίθι
αρθούν' : ρουθούνι
αρκάνα : εργαλείο θερισμού
αρμακάς : πυκνοί θάμνοι
αρμάνι : περιοχή με πολλά χόρτα
αρμάνιασε : γέμισε χόρτα
αρμιγάς : δοχείο για το άρμεγμα των ζώων
αρμακάς : πυκνοί θάμνοι
αρμάνι : περιοχή με πολλά χόρτα
αρμάνιασε : γέμισε χόρτα
αρμιγάς : δοχείο για το άρμεγμα των ζώων
αρμινίσω : γυρίζω
αρναούτος : αγύριστο κεφάλι
αρναούτος : αγύριστο κεφάλι
αρτούμπαλος : απρόσεχτος
αρπιδονάς : ασυμάζευτος
αρτσώθ΄κε : καμαρώνεται
ασαούλιαστος : στραβός
ασαούλιαστος : στραβός
ασαπαρέκ' : πάει τελέιωσε
ασκαμνιά : μουριά
ασκένομι : σιχαίνομαι
ασ'λόιστος : αυτός που δε σκέφτεται
ασμάζευτος : απρόσεχτος, αυτός που δε μαζεύει τα πράγματά του
άσογος : πονηρός, ασύχαστος
αστόϊσα : ξέχασα
ασύχαστος : αυτός που δεν έχει ηρεμία
ατρέδευτο : αδούλευτο
ασκαμνιά : μουριά
ασκένομι : σιχαίνομαι
ασ'λόιστος : αυτός που δε σκέφτεται
ασμάζευτος : απρόσεχτος, αυτός που δε μαζεύει τα πράγματά του
άσογος : πονηρός, ασύχαστος
αστόϊσα : ξέχασα
ασύχαστος : αυτός που δεν έχει ηρεμία
ατρέδευτο : αδούλευτο
ατσκούριαστος : δεν αλλάζει γνώμη
άφανος : εξαφανισμένος
αχαλές : τεμπέλης
αχαμπάρωτος : αυτός που δεν αλλάζει εύκολα γνώμη
άχαρ' : άχαρη
αχούρ' : ακατάστατο μέρος, σταύλος
αχραίστομος : αυτός που μιλάει με βρισιές
αχραίστομος : αυτός που μιλάει με βρισιές
αχριάνης : άχρηστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου