Αγιος Νικόλαος Χαλκιδικής
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016
Ψ
6
ψακόφλουδα : πευκοβελόνες
ψακώθ'κε : γριπώνεται, τον "πιάνει" το ποτό
ψακώθ'κε : γριπώνεται, τον "πιάνει" το ποτό
ψήμα : παραδοσιακό τοπικό φαγητό, κατσικάκι με ρύζι στο φούρνο
ψιχολόος : φαράσι
ψόλος : θαλάσσιος οργανισμόςψουράκα : πικροδάφνη
ψιχολόος : φαράσι
ψόλος : θαλάσσιος οργανισμόςψουράκα : πικροδάφνη
Χ
26
χαβάδια : κέφια
χαϊάτι : μπαλκόνι
χαϊβάνι : χαζός
χαϊβάνι : χαζός
χακστός : ξαφνιασμένος
χαλίπωσε : ηρέμησε
χάμκο : 1η βράση τσίπουρου
χαμολόι : οι πεσμένες ελιές
χαμοφτέριασε : έχασε το κουράγιο του, δείλιασε
χαραρέτια : κέφια
χαύδωσε : άνοιξε τα πόδια
χαχάλι : κεφάλι
χίπι χίπι : ίσα ίσα
χ' ναρ' : ανόητος
χλαμπούκα : το κεφάλι του χταποδιού
χλαμπατσάρ'ς : το μικρό παιδί
χλιαρ' : κουτάλι
χλιάρ'σα : έφαγα με το κουτάλι
χ'νερ΄ : λαχτάρα
χόλιασε : θύμωσε
χλαμπούκα : το κεφάλι του χταποδιού
χλαμπατσάρ'ς : το μικρό παιδί
χλιαρ' : κουτάλι
χλιάρ'σα : έφαγα με το κουτάλι
χ'νερ΄ : λαχτάρα
χόλιασε : θύμωσε
χοντροκοιμάμαι : κοιμάμαι πολύ βαριά
χοροβατάει : ανήσυχος
χούι : κακή συνήθεια
χουσμέτ' : λαχτάρα
χουχλάκα : μεγάλη πέτρα
χουχτάω : ουρλιάζω, βρίζω δυνατάχραπατίζ΄ : κάνει θόρυβο
χούι : κακή συνήθεια
χουσμέτ' : λαχτάρα
χουχλάκα : μεγάλη πέτρα
χουχτάω : ουρλιάζω, βρίζω δυνατάχραπατίζ΄ : κάνει θόρυβο
Φ
21
φαλάγγωμα : σκαλωμένο, πιασμένο γερά
φανάρι : κλουβί με ψιλή σίτα για προφύλαξη τροφίμων
φιλί : μερίδα ψωμιού, καρπουζιού..
φιλί : μερίδα ψωμιού, καρπουζιού..
φιρό : κενό, χαλαρό
φκιασιά : νάζια, καμώματα
φκιασιά : νάζια, καμώματα
φλάσκα : παγούρι νερού
φλέτσια : τσόφλια από σπόρια, καρύδια κτλ
φλόμους : πυκνός καπνός
φλόμους : πυκνός καπνός
φούιτ : τρύπησε η ρόδα και χάνει αέρα
φοκάς : τάπερ 10
φουλτάκα : στο δέρμα φούσκα
φούρκα : σφεντόνα
φουρκάλι : σκούπα
φουρκαλίζω : σκουπίζω
φούρλες : στροφές
φούρφλα : ξερόχορτα για προσάναμμα
φουλτάκα : στο δέρμα φούσκα
φούρκα : σφεντόνα
φουρκάλι : σκούπα
φουρκαλίζω : σκουπίζω
φούρλες : στροφές
φούρφλα : ξερόχορτα για προσάναμμα
φούσκωτο : χτύπα το
φτασμένο : ώριμο
φτασμένο : ώριμο
φτερακάει ; φτερουγίζει
φτουράει : προχωράει γρήγορα 20
φτουράει : προχωράει γρήγορα 20
φτουράκ' : γουρουνάκι φωνοκοπάω : τσιρίζω
Τ
87
τάβλα : χαμηλό τραπέζι
ταβλιάσκι : λιποθύμησε
ταγάρ' : πλεχτό μάλλινο σακίδιο
ταμαχιάρ'ς : πλεονέκτης
ταμπάσα : έπεσε λιπόθυμος κάτω
ταγάρ' : πλεχτό μάλλινο σακίδιο
ταμαχιάρ'ς : πλεονέκτης
ταμπάσα : έπεσε λιπόθυμος κάτω
τανιέμαι : τεντώνομαι
ταντίνα : τεντωμένο
ταπείνωτο : χαμήλωσέ το
ταχιά : σύντομα
ταχιά : σύντομα
τζαβέλα : χλώριο
τζάλιασε : έλιωσε 10
τζ'γαράς : σπουργίτι
τζατζαλιά : βρομιά
τζ'γαράς : σπουργίτι
τζατζαλιά : βρομιά
τζατζαλιάρης : βρομιάρης, τσαπατσούλης
τζετζβές : μπρίκι
τζιτζιριάζει : έχει πολύ ήλιο
τζετζβές : μπρίκι
τζιτζιριάζει : έχει πολύ ήλιο
τζίλια : εντόσθια
τζίρλα : διάρροια, γαστρεντερίτιδα
τζιρλιάρ'ς : ο μικρός
τσμπιδ' : τσιμπίδα
τσμπιδ' : τσιμπίδα
τζουτζούκια : λουκανικάκια 20
τλουπάν' : μαντήλα, ιστός αράχνης
τλουπάν' : μαντήλα, ιστός αράχνης
τομάρ' : ρεμάλι, αλήτης
τοντζ : παιχνίδι με χαρτιά, αγωνία
τουλούμπα : αντλία νερού
τοντζ : παιχνίδι με χαρτιά, αγωνία
τουλούμπα : αντλία νερού
τούρλοσε : τέντωσε
τράφος : το κενό σε μια σειρά αμπελιού
τρεδεμένο : δουλεμένο
τρεδεμένο : δουλεμένο
τρελίτζανος : είδος χοντρής σφήκας
τριζοβολάει : τρίζει πολύ δυνατά
τριζός : σκληρός 30τρίματα : κομματάκια
τριμτσιακός : τρεμουλιαστός, φοβιτσιάρης
τριστσάρσι : γλίστρησε
τρουβαδιάσκα : πήρα μαζί μου φαγητό
τρουβαδόσκ'νο : σκοινί που κρεμούσαν το φαγητό
τρόερα : τριγύρω
τρόκνια : κούνια, μάρσιπος
τρόχαλο : πέτρα
τρουβαδιάσκα : πήρα μαζί μου φαγητό
τρουβαδόσκ'νο : σκοινί που κρεμούσαν το φαγητό
τρόερα : τριγύρω
τρόκνια : κούνια, μάρσιπος
τρόχαλο : πέτρα
τσαγανό : τσαμπουκάς, νεύρο
τσαγνερό : κλαψιάρικο 40
τσαγνίζει : κλαίει
τσαΐρια : κάμπος
τσακανίζω : χτυπάω σιγά-σιγά
τσακμάκι : αναπτήρας
τσακμακόν' : την κοπανάει
τσαΐρια : κάμπος
τσακανίζω : χτυπάω σιγά-σιγά
τσακμάκι : αναπτήρας
τσακμακόν' : την κοπανάει
τσακμάκωτο : εξαφανίσου
τσάκνα : ξερά κλαδάκια για προσάναμμα
τσακούδ' : σουγιαδάκι
τσάκνα : ξερά κλαδάκια για προσάναμμα
τσακούδ' : σουγιαδάκι
τσακσμένος : εμπαιγμός, πονηρός
τσακώνω : πιάνω 50
τσάμι : πεύκο
τσάμι : πεύκο
τσαμπνάρ' : προέκταση
τσανάκα : κατσαρόλα
τσανάκα : κατσαρόλα
τσαπάδι : μύτη καμακιού
τσαπράζι : η κόντρα της μύτης του καμακιού ή αγκιστριού
τσαράπ' : πήλινο δοχείο
τσαρδάκι : καλυβάκι
τσασίτ' : κορμοστασιά
τσασίτ' : κορμοστασιά
τσάσκα : φλυτζάνα
τσατί : σκεπή, νταβάνι 60
τσάφωμα : κρύο
τσγαράς : σπουργίτι
τσερέμπολα : μικροπράγματα
τσιαγνίζω : τσιρίζω
τσιασίτ' : ράτσα, σχέδιο
τσιάσκα : ποτήρι
τσιατμάς : καλαμωτό διαχωριστικό δωματίων
τσιες : σπίθεςτσιμπράγκαλα : μικροπράγματα
τσίνορα : βλέφαρα 70
τσιαγνίζω : τσιρίζω
τσιασίτ' : ράτσα, σχέδιο
τσιάσκα : ποτήρι
τσιατμάς : καλαμωτό διαχωριστικό δωματίων
τσιες : σπίθεςτσιμπράγκαλα : μικροπράγματα
τσίνορα : βλέφαρα 70
τσίρνιασε : μούδιασε
τσιροκοπάει : φωνάζει πολύ δυνατά
τσίτα : τεντωμένο
τσιτσβές : κατσαρολάκι
τσκάρι : κορυφή
τσνάου : κλωτσάω, αντιδρώ
τσουγκαρίζω : πίνω πολύ αλκοόλ
τσνάου : κλωτσάω, αντιδρώ
τσουγκαρίζω : πίνω πολύ αλκοόλ
τσουλιάσκα : στρώθηκα, βολεύτηκα
τσουλναρίζ' : διαρροή νερού, στάζει
τσουτσούλα : παραγεμισμένο 80
τσουτσουλιάνος : πουλί με λοφίο, κορυδαλλός
τσουλναρίζ' : διαρροή νερού, στάζει
τσουτσούλα : παραγεμισμένο 80
τσουτσουλιάνος : πουλί με λοφίο, κορυδαλλός
τσουτσουμπρούτσουμ : ότι να 'ναι
τσουτσούριασε : ανατρίχιασε
τσουτσουρομάδησε : καψάλισε
τ'φάν' : μπουρίνι
τ'φεκ' : τουφέκι, μεθυσμένος
τ'φάν' : μπουρίνι
τ'φεκ' : τουφέκι, μεθυσμένος
Σ
88
σακατεύ'κε : χτύπησε, πληγώθηκε
σαλάγατα : οδηγώ τα ζώα
σαλιακοί : σαλιγκάρια
σαλντάει : πηδάει
σαλντάει : πηδάει
σαλταπίδας : αυτός που αλλάζει θέση συνεχώς
σάλτσι : πήδηξε
σαούλι : είδος αλφαδιού
σάμαντι : μήπως
σαπαρέκ' : τέλος
σάμαντι : μήπως
σαπαρέκ' : τέλος
σάρκωσε : πάχυνε 10
σάτσιε : τρόμαξε
σβαρνιάρης : αυτός που βαριέται
σβέρκωσα : τον έπιασα από το σβέρκο
σβέρκωσα : τον έπιασα από το σβέρκο
σβλόκνια : τραμπάλα που το πάνω μέρος γυρίζει ανεξάρτητο πάνω-κάτω, αριστερά - δεξιά
σβοκαίει : σιγοκαίει
σβούλος : πέτρα από χώμα
σβούλος : πέτρα από χώμα
σβουρδούτλιξτο : τυλιξέ το πολύ καλά
σγάνα : βρομιά
σγούψι : σκύψε
σελτέδες : στρώματα 20
σεριανάει : περιφέρεται άσκοπα
σέρνει : ζώο θηλυκό έτοιμο για ζευγάρωμα
σιαδώ : προς τα εδώ
σιακάτ' : προς τα κάτω
σιακεί :προς τα 'κει
σιαπάν' : προς τα επάνω
σιαπέρα : προς τα εκεί
σιαδώ : προς τα εδώ
σιακάτ' : προς τα κάτω
σιακεί :προς τα 'κει
σιαπάν' : προς τα επάνω
σιαπέρα : προς τα εκεί
σιείς : κουνήσου
σίλτσα : βαρέθηκα
σινί : ταψί 30
σινφάδα : οι γυναίκες των αδερφών
σιούτος :κουτοπόνηρος
σιρμπέτ : πάρα πολύ γλυκό
σιρμπέτ : πάρα πολύ γλυκό
σιφιλιάζομαι : εκνευρίζομαι
σκαλίμπουρας : μικρός, πονηρός
σκαμπάζω : γνωρίζω
σκανιάζω :στενοχωριέμαι
σκιαξάρ'ς : σιχαμένος
σκιάθα : ψάθινο καπέλο
σκιάχ'κι : τρόμαξε 40
σκιαξάρ'ς : σιχαμένος
σκιάθα : ψάθινο καπέλο
σκιάχ'κι : τρόμαξε 40
σκ'λομαζώματα : ρεμάλια, αλήτες
σκ'λόπετρα : σκορπιός
σκ'νιζ' : σέρνεται στο χώμα
σκ'νιζ' : σέρνεται στο χώμα
σκορτσάρισε : τεντώνει, σέρνει
σκουντέρα : σαύρα
σκουντιρίτσα : πετρούλα για κρύψιμο στο χέρι
σκουντέρα : σαύρα
σκουντιρίτσα : πετρούλα για κρύψιμο στο χέρι
σκράπας : ανίδεος
σκρέμπα : τσιγάρο από κλιματσίδα
σκρέμπα : τσιγάρο από κλιματσίδα
σκρόπισε : διαλύθηκε
σ'κφούν' : κάλτσα 50
σλουιέμι : σκέφτομαι, κάθομαι άπραγος
σλουιέμι : σκέφτομαι, κάθομαι άπραγος
σμάστε : συμμαζέψτε
σ'μαλίζ' : κάνει θόρυβο
σ'μαμίδ' : σαύρα
σ'μαλίζ' : κάνει θόρυβο
σ'μαμίδ' : σαύρα
σνερίζω : δίνω σημασία
σνταβλίζω : βολεύω τη φωτιά
σνταβλίζω : βολεύω τη φωτιά
σόκορα : κατακέφαλα
σόμπορο : κουτσομπολιό
σόμπορο : κουτσομπολιό
σουγλί : καρφί
σουγλώνω : τρυπάω με καρφί 60
σούζα μερέτ : στέκομαι προσοχή
σούκαλα : πρόσωπο
σουγλώνω : τρυπάω με καρφί 60
σούζα μερέτ : στέκομαι προσοχή
σούκαλα : πρόσωπο
σουλουμουτάω : κρεβατομουρμούρα
σούργελο : ρεζίλι
σουρλάς : μύτη
σουσουρίτης : τοπικό μανιτάρι
σούργελο : ρεζίλι
σουρλάς : μύτη
σουσουρίτης : τοπικό μανιτάρι
σούσουρο : φήμες
σουρτούκα : αυτή που γυρίζει βόλτες
σοφιλιάστηκε : νευρίασε
σπίρτο : καθαρό οινόπνευμα 70
σταλαχίζομαι : στενοχωριέμαι, τρομάζω
σταλαχίζομαι : στενοχωριέμαι, τρομάζω
σταυρίζομαι : κάνω το σταυρό μου
σταφνίζομαι : στενοχωριέμαι
στερνιάζει : μαζεμένα νερά
στιλιάρ' : ξυλοδαρμός, ξύλινη λαβή εργαλείου
στιχτός : βοσκός
στ'λώνω : προσπαθώ, ζορίζομαι
στ'μόνια :σάκος παραγωγής αέρα, πνευμόνια
στ'λώνω : προσπαθώ, ζορίζομαι
στ'μόνια :σάκος παραγωγής αέρα, πνευμόνια
στόμοσε : δεν κόβει, ατρόχιστο
στούμπισα : έλιωσα 80
στουρνάρ' : πέτρα, αυτός που παίρνει τα γράμματα
στραχιάζω : κουρνιάζω, κουλουριάζομαι
στριβλός : στραβός, δύστροπος
στριφνός : δύστροπος
στροβίλα : κουκουνάρα πεύκου
στροβίλα : κουκουνάρα πεύκου
στροβλιά : κουκουναριά, είδος πεύκου
σύρι : πήγαινε
σφάλ'σα : κλείδωσα
σύρι : πήγαινε
σφάλ'σα : κλείδωσα
Ρ
9
ραχόνι : λόφος
ρέμπελος : χαλαρός
ρέμπελος : χαλαρός
ρεμπεσκές : τεμπέλης
ρίπατα : δρόμος, μονοπάτι
ρίπατα : δρόμος, μονοπάτι
ρ'μάζω : καταστρέφω
ρουβέλ'ς : ακατάστατος
ρουβέλ'ς : ακατάστατος
ρουδάν' : γρήγορα
ρούις : βόλτες
ρούις : βόλτες
ροχάλα : χλαμπάτσα, φτύσιμο
ρόχαξε : έσχισε
Π
77
παένω : πηγαίνω
παλαμούδιρι : πιάσιμο μυών
πανωτιαστά : στοιβαγμένα
παπάλες : ξηροί καρποί, φιστίκια
παπίλα : έκζεμα
παπίλιασε : δίψασε
παπάρα : ψωμί με γάλα
παραδάγκαλο : εξόγκωμα στο σώμα
παραδάγκαλο : εξόγκωμα στο σώμα
παρακαμιός : το νερό της θάλασσας όταν φωσφορίζει
παραμαζώνω, παράμασα : τρακάρω, σκοντάφτω 10
παραπλαλάει : τρέχει όπου να 'ναι
παρασλόισε : χάζεψε
παρίπια : παζάρεμα
παρασλόισε : χάζεψε
παρίπια : παζάρεμα
παρτάλια : ρεμάλια
παρτάλ' ς : απεριποίητος, ρετάλι, ρεμάλι
παρτάλ' ς : απεριποίητος, ρετάλι, ρεμάλι
παρτσάδ' : κομμάτι κρέατος, εξόγκωμα
παρτσιακλός : αλλόκοτος
πασπαλίζει : σκορπάει
πατατούκα : χοντρό παλτό
πατλιά : μικρός χώρος 20
πατόζα : φορτωτής, αλωνιστική μηχανή
πατούνας : αυτός που έχει μεγάλα πόδια
πατσάρα : μεγάλο κεφάλι
πατσί : κεφάλι
παρτσιακλός : αλλόκοτος
πασπαλίζει : σκορπάει
πατατούκα : χοντρό παλτό
πατλιά : μικρός χώρος 20
πατόζα : φορτωτής, αλωνιστική μηχανή
πατούνας : αυτός που έχει μεγάλα πόδια
πατσάρα : μεγάλο κεφάλι
πατσί : κεφάλι
πάτσι : ισοπαλία
πατσιά : πατημασιά
πατώνω : ασπρίζω, βάφω
πατσιά : πατημασιά
πατώνω : ασπρίζω, βάφω
π'γαδ' : πηγάδι
πελεκούδα : μικρό κομμάτι φλούδας δέντρου
πελεκώ : κόβω με τσεκούρι 30
πενεσιάρ'ς : παινεύει τον εαυτό του
περάτς : παλιά κλειδαριά
περδικλώθ'κι : παραπάτησε
πελεκούδα : μικρό κομμάτι φλούδας δέντρου
πελεκώ : κόβω με τσεκούρι 30
πενεσιάρ'ς : παινεύει τον εαυτό του
περάτς : παλιά κλειδαριά
περδικλώθ'κι : παραπάτησε
περδικλώνω : βάζω τρικλοποδιά
περκάλι : βαμβάκι
πεσκίρια : πετσέτες
περκάλι : βαμβάκι
πεσκίρια : πετσέτες
πετμέζι : πολύ γλυκός
πέτ'νος : πετεινός
πετσοκόβω : το κόβω από τη ρίζα
πετσώνω : χτυπώ 40
πιλεσ'καν : έκανε πολλές δουλειές μαζί
πιπιλιά : στάχτη
πιράτ΄ς : σύρτης
πιρδικλώνομι : σκοντάφτω
πιροστιά : τρίγωνη βάση για τη σχάρα
πιτσκάρ'σε : στράβωσε
πίτσ'κο : μικρό παιδί
πλαλάει : τρέχει
πλαλοκοπάει : τρέχει γρήγορα και άσκοπα
πλάκα : δίσκος γραμμόφωνου, δίσκος σερβιρίσματος 50
πλαστό : ζυμωτό ψωμί
πέτ'νος : πετεινός
πετσοκόβω : το κόβω από τη ρίζα
πετσώνω : χτυπώ 40
πιλεσ'καν : έκανε πολλές δουλειές μαζί
πιπιλιά : στάχτη
πιράτ΄ς : σύρτης
πιρδικλώνομι : σκοντάφτω
πιροστιά : τρίγωνη βάση για τη σχάρα
πιτσκάρ'σε : στράβωσε
πίτσ'κο : μικρό παιδί
πλαλάει : τρέχει
πλαλοκοπάει : τρέχει γρήγορα και άσκοπα
πλάκα : δίσκος γραμμόφωνου, δίσκος σερβιρίσματος 50
πλαστό : ζυμωτό ψωμί
πλατσαρίζ' : τσαλαβουτάει
π'λι : πουλί
πλουδ' : πουλάκι
πλόχερο : μερίδα μιας χούφτας
π'λι : πουλί
πλουδ' : πουλάκι
πλόχερο : μερίδα μιας χούφτας
πνιοί : ποιοι
ποδοστίλιασα : κουράστηκα να είμαι όρθιος
πορδοκλάνω : αερίζομαι
πορδομήχανο : μικρό μηχανάκι
πόστασα : κουράστηκα 60
ποστιάζω : βάζω στη σειρά
πουλ-πουλ : κάλεσμα για τις κότες
ποστιάζω : βάζω στη σειρά
πουλ-πουλ : κάλεσμα για τις κότες
πουρδί : κλανιά
πρατσαντζάς : ο μικρομέγαλος
πρατσαντζάς : ο μικρομέγαλος
πρίσκλες : άγουρα σύκα
πρόσφορα, πρόσφολα : ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες
πρόσφορα, πρόσφολα : ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες
προκομιάζομαι : ξαπλώνω στηρίζομαι σε κάτι
προμ'θεύω : συμβουλεύω
προμ'θεύω : συμβουλεύω
προσκώνομαι : ξεσηκώνομαι
προσμπουκώνω : τσιμπάω πριν το φαγητό 70
πρόσφωλο : ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες
προυτσάδ' : τράγος
προυτσάει : όταν ο τράγος κάνει έρωτα
προυφτάει : φτύνει
π'σταρώνομαι : καμαρώνομαι, περηφανεύομαι
πτίκια : η φλούδα των δέντρων
π'σταρώνομαι : καμαρώνομαι, περηφανεύομαι
πτίκια : η φλούδα των δέντρων
π'τσακώθκε : ζαλίστηκε, μέθυσε
Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016
Ο
10
όινκ : εμπαιγμός, κοροϊδία
όξου : έξω
ορτώνω : γνωρίζω
ορτώνω : γνωρίζω
ούγκρος : χοντροκέφαλος
ουλ' : όλοι
ούμπας : επιφώνημα ξαφνιασμού ή αηδίας
ουριάζει : φωνάζει βρίζοντας
ουρλιέμι : τσιρίζω, φωνάζω
ουρτώνω : καταλαβαίνω, γνωρίζω
ουστ : επιφώνημα διωγμού
ούμπας : επιφώνημα ξαφνιασμού ή αηδίας
ουριάζει : φωνάζει βρίζοντας
ουρλιέμι : τσιρίζω, φωνάζω
ουρτώνω : καταλαβαίνω, γνωρίζω
ουστ : επιφώνημα διωγμού
Ξ
50
ξαναπολίδια : τα νέα κλαδιά
ξάν'ξε : αρχές της άνοιξης
ξανίεσαι : κάνει ανοίγματα οικονομικά
ξαντίρεμα : αναζήτηση ιχνών ζώων
ξαπόλ'κα : άφησα ελεύθερο
ξαπουστένου : ξεκουράζομαι
ξαρίζου : κάνω αέρα
ξαρματώνω : ξεσκαλώνω
ξαφούδα : μικροκαμωμένη
ξεγοφιάσ'κε : τον πόνεσαν τα πόδια 10
ξεζαλικόθ'κε : ξεφορτώθηκε
ξεθαράω : παίρνω θάρρος
ξεκατίνιασε : ξετίναξε
ξεκολιάρς : τυχερός
ξελαγαρίσ'κε : πείνασε πάρα πολύ
ξελιγώθ'κε : πείνασε
ξεμιξιάστηκε : έβγαλε τη μύξα
ξεμπακρατσιάζω : σερβίρω το φαγητό
ξέμπαρκος : μόνος, χωρίς παρέα
ξεντίνατος : γυμνός 20
ξεπαραδιάσκες : ξόδεψες πολλά λεφτά
ξεπατώθ'κα : κουράστηκα
ξεπλατίσ'κε : κουράστηκε πολύ
ξεπροβοδώ : συνοδεύω έξω κάποιον επισκέπτη
ξερνοβολώ : κάνω εμετό
ξσσσσ : επιφώνημα εμπαιγμού
ξετάνισα : τέντωσα, μάκρινα
ξετοπιάζομαι : χάνω τη θέση μου, χάνω την άνεση μου
ξετσίπλιασμα : διάλεγμα αμπελιών
ξετσιμπλιάσκι : βγάζει τις τσίμπλες από τα μάτια 30
ξεφράχ'κα : κάνω τρέλες
ξεχλαμπατιάσκα : φτύνω
ξιβρακώθ'κι : ξεντύθηκε
ξικουκλώθκι : σηκώθηκε από το κρεβάτι, ξύπνησε
ξιμαρούκλωτος : άγαρμπος
ξιμπρατζώθκι : έβγαλε τα μπράτσα έξω
ξιούμαν : ξυνόμουν
ξιπάϊασα : πάγωσα
ξιπαλάβιασε : τρόμαξε, τρελάθηκε
ξιπαράχουσα : ξέθαψα 40
ξιπατώνω : ξεριζώνω φυτά, θάμνους
ξιπιτσιάσκι : γδάρθηκε
ξιπουλταριά : ξυπόλυτος
ξιπουπούλιασι : μάδημα φτερών
ξίσκι : ξύστηκε
ξίφκι : ξέφυγε, τρελάθηκε
ξίφριξα : τρόμαξα
ξόβεργα : βέργα με κόλλα για πιάσιμο πουλιών
ξόγανο : αδύνατος, άσχημος, ανεπιθύμητος
ξουράφ' : ξυράφι 50
Ν
40
ναρκώθ'κα : κοιμήθηκα πολύ
νερουμπλιάκ' : πολύ αραιωμένο
νετάρ'σα : τέλειωσα, έφτιαξα την πετονιά
νιαγρίζ' : νιαουρίζει, γκρινιάζει
νίβομι : πλένομαι
νίβομι : πλένομαι
νικατώνω : ανακατεύω
νισκός : πεινασμένος
νίφκα : πλύθηκα
νοματαίοι : άτομα
νοτίσκα : βρέχτηκα
νταβάς : μεγάλη κατσαρόλα
νταβρατσμένους : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταγκλαράς : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταϊάτσα : κουράστηκα
νταλάκουσα : φουσκωμένη κοιλιά από πολύ νερό
νταβρατσμένους : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταγκλαράς : γεροδεμένος, μεγαλόσωμος
νταϊάτσα : κουράστηκα
νταλάκουσα : φουσκωμένη κοιλιά από πολύ νερό
νταλακιάρ'ς : ο μικρός
νταμιτζάνες : γυάλινες μποτίλιες 50 - 100 κιλών
ντάμπου : ανόητη
νταμιτζάνες : γυάλινες μποτίλιες 50 - 100 κιλών
ντάμπου : ανόητη
νταρίζω : δωρίζω
νταρνταγάνι : ανακατωσούρα 20
ντεβερλίγκες : βόλτες
ντεμπλαρώνομαι : ξαπλώνω
νταρνταγάνι : ανακατωσούρα 20
ντεβερλίγκες : βόλτες
ντεμπλαρώνομαι : ξαπλώνω
ντενεκές : τενεκές, δοχείο, ανόητος
ντέντωμα : άραγμα, ξεπιάσιμο
ντερέκι : μεγαλόσωμος
ντερλίκουσα : φούσκωσα η κοιλιά από το πολύ νερό
ντερλίκουσα : φούσκωσα η κοιλιά από το πολύ νερό
ντιβάνι : κρεβάτι με σούστες
ντιπ : καθόλου
ντουβάρ' : τοίχος, ο άμυαλος
ντουβάρ' : τοίχος, ο άμυαλος
ντουγρού : ίσια, ευθεία
ντουμάνι : καπνός
ντουμάνιασε : γέμισε καπνό
ντουμάνι : καπνός
ντουμάνιασε : γέμισε καπνό
ντούμπανο : πρισμένο
ντουμπρούκι : πρησμένο, χοντρό
ντουρλάπ΄ : πολύ δυνατή βροχή
ντράβαλα : μπερδέματα, φασαρίες
ντρουβάδιασμα : σακίδιο με φαγητό
ντρουβάς : σακίδιο
νυχτισιό : βραδινή κρέμα προσώπου
ντράβαλα : μπερδέματα, φασαρίες
ντρουβάδιασμα : σακίδιο με φαγητό
ντρουβάς : σακίδιο
νυχτισιό : βραδινή κρέμα προσώπου
ν'ώμος : ο ώμος 40
Μ
95
μαγαρίζω : χαλάω
μαγκουσάρ'ς : κολπαδόρος
μαδίκο : μαδημένο
μαλαγάνας : κολπατζής
μαγκουσάρ'ς : κολπαδόρος
μαδίκο : μαδημένο
μαλαγάνας : κολπατζής
μαλαπέρδα : αντρικό όργανο
μαλιμάτια : καμώματα
μαλλιαγρίζω : επιμένω με άσχημο τρόπο
μάλτα : φτηνή ποιότητα τζιν υφάσματος
μανέλα : υπομόχλιο
μανταλίδι : τούβλο
μασάλ' : ανέκδοτο
μασιά : σίδερο για το τζάκι
μασίνα : ξυλόσομπα
μάλτα : φτηνή ποιότητα τζιν υφάσματος
μανέλα : υπομόχλιο
μανταλίδι : τούβλο
μασάλ' : ανέκδοτο
μασιά : σίδερο για το τζάκι
μασίνα : ξυλόσομπα
μασκαραλίκ' : αστείες καταστάσεις
ματζακλείδι : πόμολο
ματζακλείδι : πόμολο
ματζόβολος : βολικός
ματσακόνι : χερούλι
ματσακόνι : χερούλι
ματσαράγκα : παλούκι, αντρικό όργανο
ματσώθ'κι : πληρώθηκε
μ΄γιαρ' : μυγιάρι 20
μεμπέτ : τρελοκομείο
μελουριασμένος : γεμάτο ζωύφια, μαζεμένος
μεμπέτ : τρελοκομείο
μελουριασμένος : γεμάτο ζωύφια, μαζεμένος
μιταρόνα : σουτ με τη μύτη του ποδιού
μίχος : ανόητος
μ'λάρ' : μουλάρι
μ'λάρ' : μουλάρι
μονάντερος : αυτός που τρώει πολύ και δεν παχαίνει
μονοκούκι : όλα δικά μας
μορφατάρι : μικρό αντικείμενο, στολίδι
μουλαΐμ'σα : κουράστηκα, φοβήθηκα
μορφατάρι : μικρό αντικείμενο, στολίδι
μουλαΐμ'σα : κουράστηκα, φοβήθηκα
μουλαϊμκος : τεμπέλης, καλπουζάνος
μουλουμουτάω : παραμιλάω, σιγομιλάω
μούντερες : κατακάθια του λαδιού
μούντερες : κατακάθια του λαδιού
μουρσέφκα : πειρασμός
μούρτζιος : θυμωμένος, κατσούφης
μουσκλωμένος : θυμωμένος
μούρτζιος : θυμωμένος, κατσούφης
μουσκλωμένος : θυμωμένος
μούσκλωσε : θύμωσε
μουσμούλ'ς : ανόητος
μουσμούλ'ς : ανόητος
μούτας : ο σιγανός, αυτός που μιλάει πίσω από την πλάτη του άλλου
μουτσούνα : το πρόσωπο
μουχάνα : μηχανή που φυσάει δυνατά 40
μπαϊά : πάρα πολύ, υπερβολικά
μπαΐλτσα : κουράστηκα
μπαΐρ : θάμνος, χώρος γεμάτος αγριόχορτα
μουχάνα : μηχανή που φυσάει δυνατά 40
μπαϊά : πάρα πολύ, υπερβολικά
μπαΐλτσα : κουράστηκα
μπαΐρ : θάμνος, χώρος γεμάτος αγριόχορτα
μπακαμίσιος : ψεύτικος
μπακράτσ' : κατσαρόλα
μπακράτσα : κατσαρόλα μικρότερη από καζάνι
μπακρατσάς : μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο ή αγύριστο κεφάλι
μπακράτσ' : κατσαρόλα
μπακράτσα : κατσαρόλα μικρότερη από καζάνι
μπακρατσάς : μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο ή αγύριστο κεφάλι
μπακρατσιάρς : ειρωνικά ο μικρός σε ηλικία
μπάμπζουλας : κοντός άνθρωπος
μπαμπάκο : άσπρο
μπαμπαλής : αυτός που μιλάει πολύ
μπάμπζουλας : κοντός άνθρωπος
μπαμπάκο : άσπρο
μπαμπαλής : αυτός που μιλάει πολύ
μπάμπαλο : σκουπιδάκι
μπαμπάτσ'κο : μεγαλούτσικο
μπαμπλίζ' : χιονίζει
μπαμπούσκες : μούρα
μπαντάκ' : τρακαδόρος, κακοπληρωτής
μπαντάκουσα : βουλιάζω στη λάσπη
μπαμπάτσ'κο : μεγαλούτσικο
μπαμπλίζ' : χιονίζει
μπαμπούσκες : μούρα
μπαντάκ' : τρακαδόρος, κακοπληρωτής
μπαντάκουσα : βουλιάζω στη λάσπη
μπαντάρ'σα : έγειρα
μπαντάρ'στο : δέστο σφιχτά
μπάρα : περιοχή με στεκούμενα νερά 60
μπαρτζώθ'κι : σκάλωσε, πιάστηκε
μπαρτζώθ'κι : σκάλωσε, πιάστηκε
μπαρμπαλούδ' : μικρό ανθρωπάκι, παιχνίδι
μπαρμπατουράει : βράζει,
μπαρμπατουράει : βράζει,
μπασιάρτσμα : επιτυχία που είχε
μπάστακας : ακίνητος
μπατσεύω : παίζω με τα νερά
μπάτσακας : βάτραχος
μπερδολόος : αυτός που μπερδεύει τις καταστάσεις
μπερικέτια : μεράκια
μπιζέρ'σα : βαρέθηκα
μπιμπίλ' : γαλοπούλα
μπιτ για μπιτ : καθόλου
μπίτσι : τελείωσε
μπιχλιμπίδια : ψεύτικα στολίδια
μπατσεύω : παίζω με τα νερά
μπάτσακας : βάτραχος
μπερδολόος : αυτός που μπερδεύει τις καταστάσεις
μπερικέτια : μεράκια
μπιζέρ'σα : βαρέθηκα
μπιμπίλ' : γαλοπούλα
μπιτ για μπιτ : καθόλου
μπίτσι : τελείωσε
μπιχλιμπίδια : ψεύτικα στολίδια
μπλάξιμο : αποκλεισμός
μπλαγμένος : αποκλεισμένος
μπλανταμένος : ανόητος
μπλαστρώθ΄κα : έπεσε κάτω
μπλαστρώθ΄κα : έπεσε κάτω
μπλούδα : μικρή μπίλια
μπλούκος : ποντικός 80
μπορμπολόι : μάζεμα της ελιάς από το κάτω μία-μία
μπομπούτσει : χτυπάει
μπουζ' : παγωμένο
μπλούκος : ποντικός 80
μπορμπολόι : μάζεμα της ελιάς από το κάτω μία-μία
μπομπούτσει : χτυπάει
μπουζ' : παγωμένο
μπουζουριασμένος : κλεισμένος σε μικρό χώρο, φυλακισμένος
μπούκλα : ξύλινο παγούρι, θερμός εποχής
μπουμπτάει : ήχος από αστραπές
μπουνταλάς : χαζός
μπούκλα : ξύλινο παγούρι, θερμός εποχής
μπουμπτάει : ήχος από αστραπές
μπουνταλάς : χαζός
μπουντέλι : ξύλα με μήκος περίπου 1-1,5 μετρα
μπουντρούμ' : υπόγειο
μπουντρούμ' : υπόγειο
μπουρδουκλώνω : μπερδεύω
μπουτσούκας : ανόητος
μπούχτ'σα : βαρέθηκα
μπούχτ'σα : βαρέθηκα
μπρουμούτσα : έπεσα μπρούμυτα
μ'σούδα : μικρή κανάτα
μ'σούδα : πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
μ'σούδα : μικρή κανάτα
μ'σούδα : πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
μ'ταρ : Μυτάρι (τοποθεσία) 95
Λ
28
λαγκεύω : λαχταράω κάτι πολύ
λαγκόνια : πλευρά
λαιμόχαψε : λαχτάρισε, τρόμαξε
λάιασα : ξαπλώνω, ξεκουράζομαι
λαμνίσκα : καπνίστηκα
λάμοσε : δεν κόβει, ατρόχιστο
λάπατο : αγριόχορτο
λάχα λάχα : τελευταία στιγμή
λεμκιάρ'ς : αδύνατος
λεμπόνια : μυρμήγκια 10
λεφτόκαρα : αμύγδαλα με λεπτό τσόφλι
ληγώθ'κα : αναγουλιάζω
λιανίζω : κομματιάζω
λιανίσκα : κουράστηκα
λιανοκατουριέμαι : κατουρώ πολύ συχνά
λιγδιάρ'ς : βρωμιάρης
λίμαξα : πεινάω πάρα πολύ
λιοπύρ' : καυτός ήλιος
λιχτούρ' : λιγούρης, αχόρταγος
λόιδο : κοτσίδα, τούφα από μαλλιά 20
λόρδα : πείνα
λοτφός : ανόητος, πικρόχολος, δύστροπος
λότσ'κα : λακκούβα με νερό
λουλουντάμαρο: ανόητος
λούνι : κατακάθι νερού, κατακάθια
λούτσκα : λάσπη όπου κάνουν το μπάνιο τους τα γουρούνια
λοχέρινα : ξαφνιάζομαι, ταλαιπωρούμαι
λύθ'κα : πολύ κουρασμένος
Κ
121
κ' νουπ' : κουνούπι
καβαλίνα : ακαθαρσίες από μεγάλα ζώα
καβαλίνα : ακαθαρσίες από μεγάλα ζώα
καδί : μεγάλο ξύλινο βαρέλι
καδ' : στέρνα, δεξαμενή
καζάντσα : κουράστηκα, χόρτασα
καΐσια : βερίκοκα
κακάλιασα : πάγωσα, κρύωσα πολύ
κακαρέτζες : κατσικίσια κακάκια
καδ' : στέρνα, δεξαμενή
καζάντσα : κουράστηκα, χόρτασα
καΐσια : βερίκοκα
κακάλιασα : πάγωσα, κρύωσα πολύ
κακαρέτζες : κατσικίσια κακάκια
κακάρωσε : πέθανε
καλαμοβράκι : τα εσώρουχα
καλίγαρος : αράχνη
καλιγαροπάνια : ιστός αράχνης
καλιάκα : κοράκι
καλκάν' : βρωμιά εσώρουχου
καλοβάρεσε : χτύπησε άσχημα
καλογιάννος : το πουλί κοκκινολαίμης
καλόγνωμες : είδος μυδιού
καλπουζάνος : παραπονιάρης
καμάδα μ' : λαχτάρα μου 20
καμουσίδια : καμώματα, σκέρτσα
καμπανίσματα : χτυπήματα στην πλάτη
κάμποσνοι : αρκετοί
καμώνεται : υποκρίνεται
κάνιασε : βράχνιασε
καμώνεται : υποκρίνεται
κάνιασε : βράχνιασε
καντήλα : μεγάλο ποτήρι, σουτ ψιλοκρεμαστό
καντίποτα : τίποτα, μηδέν
κάπαρο : βράχος στη θάλασσα
καπίστρ' : χαλινάρι
κάπαρο : βράχος στη θάλασσα
καπίστρ' : χαλινάρι
καράπι : κορυφή του κεφαλιού
καρδάρ΄ : μεταλλικός κουβάς
καρίκια : τα αυλάκια στα φυτώρια
καρίτζαφλος : το κεφάλι
καρκάλιασε : μαύρισε πολύ, κάηκε από τον ήλιο
καρκατσόλ' : κατσαρολάκι
καρδάρ΄ : μεταλλικός κουβάς
καρίκια : τα αυλάκια στα φυτώρια
καρίτζαφλος : το κεφάλι
καρκάλιασε : μαύρισε πολύ, κάηκε από τον ήλιο
καρκατσόλ' : κατσαρολάκι
καρκατσόλια : κατσαρολικά
κάρτα : κανάτα
κάρτα : κανάτα
κάρτα : κύπελο
καρσί : απέναντι ακριβώς
καρτούδ΄ : κυπελάκι 40
κασκαρίκα : λαχτάρα
καρσί : απέναντι ακριβώς
καρτούδ΄ : κυπελάκι 40
κασκαρίκα : λαχτάρα
κατατσίκαρα : κατακέφαλα
κατιά : κοτέτσι
κατιά : κοτέτσι
κατερίτσα : σκίουρος
κάτσακας : υπέδαφος με μαύρο χρώμα και οσμή
κατσιό : καθισμένος
κατσιασμένος : πατημένος
κατσ'κ'ποδιά : ατυχία
κατσιασμένος : πατημένος
κατσ'κ'ποδιά : ατυχία
κατσούλα : μέρος του ποδιού πίσω από το γόνατοκατσφός : άνθρωπος με μισόκλειστα μάτια
καψάλια : μερικώς καμένα από τη φωτιά
κβανώ : κουβαλάω
κδούν' : κουδούνι
κένω : γέμισε
κιουτεύου : φοβάμαι, κάνω πίσω
κλαδούρα : μεγάλο κλαδί
κιουτεύου : φοβάμαι, κάνω πίσω
κλαδούρα : μεγάλο κλαδί
κλαμάριασα : δεν έχω κουράγιο, κουντούριασα
κλαπατσίμπαλα : πολλά μικροπράγματα μαζεμένα
κλαπατσίμπαλα : πολλά μικροπράγματα μαζεμένα
κλικ΄ : ψωμί
κλικάρ' : αδύνατο 60
κλίκας : ψηλός
κλίκας : ψηλός
κλίκια : στροφές
κλιματσίδα : κλαδί από κλίμα αμπελιού
κλιτσνάρ' : αδύνατο χέρι ή πόδι
κλοθογυρίζω : γυρίζω άσκοπα
κλουκτάω : ανακατεύω
κλοθογυρίζω : γυρίζω άσκοπα
κλουκτάω : ανακατεύω
κλωθογύρες : στροφές
κμασ΄ : κοτέτσι, χώρος για ζώα
κνάκωσε : σφήνωσε
κμασ΄ : κοτέτσι, χώρος για ζώα
κνάκωσε : σφήνωσε
κ'ντάω : σκουντάω
κολομπαρόπιτα : κολοκυθόπιτα χωρίς φύλλο
κολόμπαρος : γυμνός
κομπίνα : αλονιστική μηχανή
κολόμπαρος : γυμνός
κομπίνα : αλονιστική μηχανή
κόντυλα : έθιμο την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς
κοπάν'σα : χτύπησα
κορδάρω : κυνηγάω
κοτζιάμ΄ : μεγάλο
κουζβόσ΄ : χαζός, ανόητος
κουκλομάτης : γουρλομάτης
κορδάρω : κυνηγάω
κοτζιάμ΄ : μεγάλο
κουζβόσ΄ : χαζός, ανόητος
κουκλομάτης : γουρλομάτης
κουκλώθ΄κα : σκεπάστηκα 80
κούκνε μούκνε : αργά-αργά
κούκνε μούκνε : αργά-αργά
κουματάς : τεμπέλης
κουμλώνω : παραγεμίζω
κουμλώνω : παραγεμίζω
κουμπούδι : μικρό κουμπί
κουντλάω : παραπατάω
κουντούριασε : δεν έχει δυνάμεις
κουραδάς : φοβιτιάρης, τεμπέλης
κουρδάρω : κυνηγάω
κουρδουκλάω : κυλάω
κουρδουκοίλια : κομμένοι στρόγγυλοι κορμοί
κούρμαχος : τεμπέλης
κούρμαχος : τεμπέλης
κουρνιαχτός : πρωινός
κουπάνα : λεκάνη
κούρβλο : κορμός αμπελιού
κουρδουκλάω : κυλάω
κούρκος : αρσενική γαλοπούλα
κουρκούτ' : θολό, ανάμεικτα φαγητά
κουρσούμ' : ευθεία, ανόητος
κουπάνα : λεκάνη
κούρβλο : κορμός αμπελιού
κουρδουκλάω : κυλάω
κούρκος : αρσενική γαλοπούλα
κουρκούτ' : θολό, ανάμεικτα φαγητά
κουρσούμ' : ευθεία, ανόητος
κουρτελούδ' : γουρουνάκι
κουρτσούδ΄ : κοριτσάκι 100
κουρτσούδ΄ : κοριτσάκι 100
κουσβός : ανόητος
κουσβουντάμπου : πολύ ανόητη
κουσβουντάμπου : πολύ ανόητη
κουσβοχείναρο : ανόητη
κουτούμανος : ο χοντρός, ο βαρύς
κούτσ'κο : μικρό
κουτσ'κέλες : ζικ - ζακ, απότομες στροφές
κουτσομπόλα : σαύρα που βγαίνει το βράδυ κοντά στο φως
κοφίνι : πλεκτό καλάθι
κοφνίδα : κυψέλη μελισσών
κόχιασε : στριμώχτηκε σε μια γωνία, πλησίασε 110
κρατούνα : νεροκολοκύθα, είδος κολοκυθιού
κρεμανταλάς : παλικαράς
κρένω : μιλάω
κρένω : μιλάω
κρεπάρισα : έσκασα
κρ'τσανιστός : τραγανός
κρούου : χτυπάω,
κτούπωμα : προσβολή, ερωτική πράξη
κτσούπ : υπόλειμμα ξύλου σε δέντρο
κυλαρίνα : το πουλί τσίχλα
κυρομίτς : αρσενικό κοτσύφι 120
κ'φόγρουνου : αυτός που δεν ακούει καλά
κτσούπ : υπόλειμμα ξύλου σε δέντρο
κυλαρίνα : το πουλί τσίχλα
κυρομίτς : αρσενικό κοτσύφι 120
κ'φόγρουνου : αυτός που δεν ακούει καλά
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)